κακοχρόνι(α)σμα

κακοχρόνι(α)σμα
το
το να καταριέται κάποιος τον άλλο να περάσει κακή χρονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακοχρονίζω ή κακοχρονιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”